Γλωσσάριο

Αλλαντοειδή (σπόρια): τα σπόρια που έχουν σχήμα αλλαντικού (μακρουλά με άκρα που συγκλίνουν κάπως και σχηματίζουν τόξο).

Αναστόμωση: η κάθετη σύνδεση ανάμεσα σε παράλληλα ή σχεδόν παράλληλα ελάσματα.

Αποτύπωμα σπορίων: μάζα σπορίων με μορφή σκόνης που αφήνει (πάνω σε χαρτί, γυαλί κτλ.) ένα τμήμα του υμενίου ενός ώριμου και φρέσκου καρποσώματος.

Ασκομύκητες: κλάση μυκήτων των οποίων τα σπόρια εγγενώς παράγονται μέσα σε ασκούς.

Ασκός: αναπαραγωγικό όργανο των Ασκομυκήτων.

Ασκοσπόρια: τα σπόρια που παράγονται στους ασκούς.

Άσκωμα ή ασκοκάρπιο: σύνθετη καρποφορία εγγενούς αναπαραγωγής ασκομυκήτων.

Βασίδιο: αναπαραγωγικό όργανο των Βασιδιομυκήτων.

Βασιδιομύκητες: κλάση μυκήτων των οποίων τα σπόρια εγγενώς παράγονται πάνω σε βασίδια.

Βασιδιοσπόρια: τα σπόρια που παράγονται πάνω σε βασίδια.

Βασιδίωμα ή βασιδιοκάρπιο: σύνθετη καρποφορία εγγενούς αναπαραγωγής βασιδιομυκήτων.

Βιότοπος: το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει ένας ζωντανός οργανισμός.

Βλαστητικός πόρος: τρυπούλα στο κυτταρικό τοίχωμα του σπορίου, μέσα από την οποία βγαίνει ο βλαστητικός σωλήνας.

Δαχτυλίδι: υπόλειμμα του εσωτερικού πέπλου που περιβάλλει το ανώτερο τμήμα του ποδιού ορισμένων μανιταριών.

Διάπλεγμα ή τράμα: ονομάζεται και έτσι η σάρκα σε ορισμένους μύκητες.

Διάφραγμα (septum): χώρισμα που παρατηρείται σε σπόρια, βάσεις βασιδίων ή υφές.

Διμιτικό: σύστημα υφών όπου ο ψευδοϊστός αποτελείται από αναπαραγωγικές (generative) και σκελετικές (skeletal) υφές.

Δίχτυ: η διχτυωτή διακόσμηση που έχει η επιδερμίδα του ποδιού των μανιταριών που ανήκουν κυρίως στα γένη Bοletus-Βωλίτης και Tylopilus-Τυλόπιλος.

Ελάσματα: λεπτά, επίπεδα όργανα με ακτινωτή διάταξη στην κάτω όψη του καπέλου κάποιων μανιταριών.

Ενδοπηρίδιο (από το αρχ. ελλ. «πηρίδιον», υποκοριστικό του «πήρα» = σάκος, δηλ. μικρός σάκος, σακουλάκι): το εσωτερικό στρώμα του περιβλήματος των καρποσωμάτων ορισμένων μανιταριών.

Εξωπηρίδιο: το εξωτερικό στρώμα του περιβλήματος των καρποσωμάτων ορισμένων μανιταριών.

Επίμονο (δαχτυλίδι): αυτό που δεν εξαφανίζεται γρήγορα, αλλά διατηρείται και έως την ωριμότητα. (το αντίθετο του πρόσκαιρου).

Εσωτερικός ή μερικός πέπλος: μεμβρανώδης ιστός που περιβάλλει σε πρώιμο στάδιο το υμένιο, ενώνοντας την περίμετρο του καπέλου με το ανώτερο τμήμα του ποδιού. Από τα υπολείμματά του σχηματίζεται το δαχτυλίδι ή η κουρτίνα.

Θαλλός: το σύνολο του σώματος του μύκητα (καρπόσωμα και μυκήλιο).

Ζώνη δαχτυλιδιού: στενό, υποτυπώδες δαχτυλίδι που αποτελείται από υπολείμματα ινών, κουρτίνας ή ιξώδους υλικού.

Θήκη ή κολεός ή βόλβα: μεμβρανώδης σάκος, υπόλειμμα του καθολικού πέπλου, μέσα από τον οποίο αναδύεται το πόδι ορισμένων μανιταριών.

Θρόμβος (gleba): το γόνιμο, σποριοπαραγωγικό μέρος του καρποσώματος ορισμένων μυκήτων που περιβάλλεται από το πηρίδιο.

Καθολικός πέπλος (universal veil): μεμβρανώδης ιστός που περιβάλλει το αναπτυσσόμενο καρπόσωμα (από τα υπολείμματά του σχηματίζονται η θήκη και οι νιφάδες ή τα λέπια του καπέλου).

Καπέλο, πίλος ή πιλίδιο: το ανώτερο κυρτό, συνήθως ομπρελόμορφο τμήμα του μανιταριού, το οποίο στην κάτω επιφάνεια φέρει το υμένιο.

Καρπόσωμα: το ορατό μέρος των μυκήτων, αυτό που αποκαλούμε μανιτάρι.

Καστανή σήψη: προκαλείται από μύκητες που καταστρέφουν κυρίως την κυτταρίνη, αφήνοντας σαν κατάλοιπο την καστανόχρωμη λιγνίνη.

Καυλοκυστίδιο (caulocystidium): κυστίδιο στην επιδερμίδα του ποδιού ορισμένων βασιδιομυκήτων.

Κιονίσκος (columella): άγονη υφή που εκτείνεται ως κάθετος άξονας από τη βάση έως την κορυφή σχεδόν του θρόμβου ορισμένων βασιδιομυκήτων.

Κολεός ή θήκη ή βόλβα: μεμβρανώδης σάκος, υπόλειμμα του καθολικού πέπλου, μέσα από τον οποίο αναδύεται το πόδι ορισμένων μανιταριών.

Κουρτίνα: οι λεπτές ίνες -μορφή εσωτερικού πέπλου- που ενώνουν την περίμετρο του καπέλου με το ανώτερο τμήμα του ποδιού ορισμένων μανιταριών.

Κρίκοι (clamps): προεξοχές με μορφή ημικυκλίου ή κύκλου στις πλευρές των υφών, κατά μήκος των διαφραγμάτων.

Κυανόφιλα: τα κυτταρικά τοιχώματα που γίνονται αμέσως κυανά, όταν έρθουν σε επαφή με αντιδραστήρια όπως το cotton blue.

Κυστίδιο (cystidium): άγονο, ροπαλόμορφο όργανο του υμενίου των Βασιδιομυκήτων. Τα χαρακτηριστικά του είναι πολύ χρήσιμα στην ταξινόμηση του είδους.

Κωνοφόρα: δέντρα με κύρια χαρακτηριστικά τις βελόνες, τα κουκουνάρια και τη ρητίνη (πεύκη, ελάτη, ερυθρελάτη, λάρικα κ.ά.).

Λευκή, μαλακή σήψη: προκαλείται από μύκητες που καταστρέφουν κυρίως τη λιγνίνη και αφήνουν σαν κατάλοιπο τη λευκή κυτταρίνη.

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: τα χαρακτηριστικά που φαίνονται με γυμνό μάτι.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: τα χαρακτηριστικά που φαίνονται μόνο με μικροσκόπιο.

Μερικός ή εσωτερικός πέπλος (partial veil): μεμβρανώδης ιστός που περιβάλλει σε πρώιμο στάδιο το υμένιο, ενώνοντας την περίμετρο του καπέλου με το ανώτερο τμήμα του ποδιού. Από τα υπολείμματά του σχηματίζεται το δαχτυλίδι ή η κουρτίνα.

Μονομιτικό: σύστημα υφών όπου ο ψευδοϊστός αποτελείται μόνο από αναπαραγωγικές (generative) υφές.

Μυκήλιο: το βλαστητικό τμήμα του θαλλού των μυκήτων που αναπτύσσεται στο υπόστρωμα.

Μυκ(ητ)όρριζα ή μυκ(ητ)ορριζική συμβίωση: η συμβίωση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μύκητες και ρίζες ανώτερων φυτών. Οι μύκητες παίρνουν από τα φυτά απαραίτητες οργανικές ενώσεις. Τα φυτά αυξάνουν την ικανότητα πρόσληψης νερού και ανόργανων στοιχείων και την ικανότητα εγκατάστασης και επιβίωσης.

Μυκ(ητ)ορριζικοί μύκητες: οι μακρομύκητες που αναπτύσσουν συμβιωτικές σχέσεις με τις ρίζες δέντρων.

Νηματοειδής (filamentosus, filamentous): ο ιστός (π.χ. πηρίδιο) που αποτελείται από νηματοειδείς υφές με μακριά τμήματα ανάμεσα σε διαδοχικά διαφράγματα.

Ξενιστής: ζωντανός οργανισμός που φιλοξενεί έναν άλλο οργανισμό ή ιό.

Παρασιτικοί μύκητες: οι μύκητες που αναπτύσσονται παρασιτικά πάνω σε ζωντανά φυτά, για να προσλαμβάνουν τις οργανικές ενώσεις που χρειάζονται. Μερικοί είναι φυτοπαθογόνοι και οδηγούν τον ξενιστή τους σε θάνατο.

Παρασιτικώς: για τους μύκητες που αναπτύσσονται πάνω σε ζωντανό ξύλο.

Παραφύσεις: άγονες υφές ανάμεσα στους ασκούς, παράλληλες προς αυτούς.

Περιθήκιο: σφαιρικό ή αβγόμορφο στοιχείο ασκομυκήτων με εσωτερική κοιλότητα στην οποία αναπτύσσεται το υμένιο.

Περιστόμιο: η κωνική προέκταση του ανοίγματος της κορυφής του ενδοπηριδίου των ειδών που ανήκουν στα γένη Geastrum, Astraeus και Tulοstοma.

Πηρίδιο (το αρχ. ελλ. «πηρίδιον», υποκοριστικό του «πήρα» (σάκος), δηλ. μικρός σάκος, σακουλάκι): το περίβλημα των καρποσωμάτων ορισμένων μυκήτων.

Πιλοδερμίδα (pileipellis): οι υφές του ακραίου, εξώτατου στρώματος της επιδερμίδας του καπέλου.

Πλάκα: πλατύ υπόλειμμα του ολικού πέπλου στο καπέλο ορισμένων ειδών.

Πλατύφυλλα: δέντρα με πλατιά φύλλα που έχουν μορφή ελασμάτων (δρυς, οξιά, καστανιά, πλάτανος, λεύκη, σφεντάμι, ιτιά, σκλήθρο, σημύδα, φτελιά, φράξος, γαύρος κ.ά.).

Πλέγμα κόμης (capillitium): πολύπλοκο δίκτυο λεπτών, εύκαμπτων, παχύτοιχων, άγονων σκελετικών υφών που διακλαδίζονται και αναστομώνονται διαδοχικά στο εσωτερικό ορισμένων γαστρομυκήτων, ανάμεσα στα σπόρια.

Πλευροκυστίδιο (pleurocystidium): κυστίδιο στην επιφάνεια των πλευρών των ελασμάτων ορισμένων βασιδιομυκήτων, ανάμεσα στα βασίδια.

Πόδι, στύπος ή μίσχος: το τμήμα του καρποσώματος που στηρίζει το καπέλο ή την κεφαλή.

Πρέμνο: η βάση του δέντρου που μετά την υλοτομία παραμένει στο έδαφος, το κούτσουρο.

Πρόσκαιρο (δαχτυλίδι): αυτό που εξαφανίζεται γρήγορα και δεν παραμένει έως την ωριμότητα, το αντίθετο του επίμονου.

Ριζόμορφα: παχτωμένες δέσμες πλέγματος υφών, με μορφή ριζών, χορδών ή κορδονιών.

Σαπροτροφικοί μύκητες: οι μύκητες που αναπτύσσονται σε νεκρό ξύλο ή γενικότερα σε νεκρή οργανική ύλη και τρέφονται αποδομώντας τις οργανικές ενώσεις νεκρών κυττάρων άλλων οργανισμών.

Σαπροφυτικώς: για τους μύκητες που αναπτύσσονται σε νεκρό ξύλο ή γενικότερα σε νεκρή οργανική ύλη.

Σήψη: αποσύνθεση των ιστών, αποτέλεσμα ενζυμικής κυρίως δράσης μυκήτων και βακτηρίων.

Σκελετικές υφές (skeletal hyphae): υφές με παχιά τοιχώματα ή σχεδόν μονοκόμματες, χωρίς διαφράγματα.

Σπόριο: μικροσκοπικό, συνήθως μονοκύτταρο αναπαραγωγικό όργανο των κατώτερων φυτών και των μυκήτων.

Στήριγμα: προεξοχή της επιφάνειας βασιδίου επάνω στην οποία στηρίζεται ένα σπόριο.

Στομάτιο ή οστεόλη: άνοιγμα στην κορυφή του πηριδίου ορισμένων μυκήτων ή των περιθηκίων κάποιων ασκομυκήτων.

Συμφυή καρποσώματα: τα καρποσώματα όπου πολλά καπέλα συμφύονται από έναν κοινό κορμό.

Συνώνυμο: ονομασία που αναφέρεται στο ίδιο είδος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά θεωρείται άκυρη και επομένως δεν πρέπει να χρησιμοποιείται πλέον.

Στεφάνι: δαχτυλίδι, διαφορετικής απόχρωσης από το πηρίδιο, που περιβάλλει το άνοιγμα (στομάτιο) του πηριδίου ορισμένων μυκήτων.

Τράμα ή διάπλεγμα: ονομάζεται και έτσι η σάρκα σε ορισμένους μύκητες.

Τριμιτικό: σύστημα υφών όπου ο ψευδοϊστός αποτελείται από αναπαραγωγικές, σκελετικές και συνδετικές υφές.

Υαλώδη (σπόρια, ασκοί, βασίδια, κυστίδια κ.λπ): άχρωμα, διάφανα.

Υγροσκοπικό: αναφέρεται στο εξωπηρίδιο των ειδών που ανήκουν στα γένη Geastrum και Astraeus, που έχουν την ιδιότητα να ανοίγουν ή να κλείνουν τις ακτίνες τους ανάλογα με την υγρασία του περιβάλλοντος.

Υμένιο: η γόνιμη, σποριοπαραγωγική επιφάνεια των καρποσωμάτων.

Υμενοφόρα επιφάνεια: η επιφάνεια που φέρει το υμένιο. Μπορεί να έχει μορφή ελασμάτων, αγκαθωτών προεξοχών, σωλήνων, λείας επιφάνειας κ.λπ.

Υπόστρωμα: η ύλη πάνω στην οποία αναπτύσσεται ο μύκητας.

Υφές: λεπτά, νηματοειδή στοιχεία από τα οποία αποτελείται το μυκήλιο, το πηρίδιο, ο θρόμβος, τα ελάσματα, το υποϋμενιακό στρώμα κ.λπ.. Διακρίνονται σε αναπαραγωγικές, σκελετικές και συνδετικές.

Φυλλόστρωμα ή φυλλάδα: στρώμα οργανικής ουσίας που σκεπάζει το έδαφος στα δάση και αποτελείται από νεκρά φύλλα, κλαδιά, υπολείμματα ξύλου και φλοιού, καρπούς, σπόρια κ.ά. σε στάδιο αποσύνθεσης, τέτοιο που να επιτρέπει την αναγνώριση της δομής τους.

Χειλοκυστίδιο (cheilocystidium): κυστίδιο στην κόψη των ελασμάτων ορισμένων βασιδιομυκήτων.

Χειλοφόρα (η): χαρακτηρίζεται έτσι η βάση ή η θήκη (βόλβα) του ποδιού, όταν διογκώνεται απότομα με εμφανή όρια (χείλη), διαταράσσοντας, μορφολογικά, την ομαλή συνέχεια του ποδιού.

Χούμος (μαυρόχωμα): οργανική ύλη (φύλλα, πευκοβελόνες, κοτσάνια, κ.λπ) σε προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης, που δεν επιτρέπει την αναγνώριση της δομής των συστατικών της.

Ψευδοβάση: θύσανος μυκηλιακών υφών που φαίνεται ως προέκταση της βάσης του καρποσώματος (π.χ. Scleroderma verrucosum).

Ψευδοκιονίσκος (pseudocolumella): υφή που μοιάζει στη δομή με τον κιονίσκο, αλλά αναπτύσσεται ελεύθερα μέσα στο καρπόσωμα. Ωστόσο, μπορεί μέσω διακλαδώσεων να επικοινωνεί με το πηρίδιο.

Ψευδοπαρεγχυματικός: ο ιστός όπου οι υφές είναι τόσο παχτωμένες ώστε η νηματοειδής δομή τους δεν φαίνεται.

Ψευδόρριζα: ριζώδης προέκταση στη βάση του ποδιού (π.χ. Xerula radicata).


Πηγη: Γιώργος Κωνσταντινίδης: Μανιτάρια, φωτογραφικός οδηγός μανιταροσυλλέκτη