Ονοματολογία

 
Η ταυτότητα του κάθε ζωντανού οργανισμού αποτυπώνεται στη διώνυμη ονοματολογία (π.χ. Amanita caesarea) γένους (η πρώτη λέξη π.χ. Amanita) και είδους (η δεύτερη λέξη π.χ. caesarea). Η διωνυμική αυτή ονομασία ακολουθείται από το όνομα ή τα ονόματα (συνήθως συντετμημένα) των συγγραφέων που δημοσίευσαν την περιγραφή του (π.χ. Amanita caesarea (Scop.) Pers.). Το όνομα του γένους γράφεται πάντα με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα (π.χ. Amanita) και το είδος που ακολουθεί με μικρό το αρχικό γράμμα (π.χ. caesarea). Αναζήτηση για την τρέχουσα, ισχύουσα ονομασία μπορούμε να κάνουμε στους ταξινομικούς καταλόγους των Index Fungorum (www.indexfungorum.org/names/names.asp) και mycobank (www.mycobank.org/name). Οι ονομασίες των μυκήτων εκφέρονται στη λατινική γλώσσα, ενώ οι έννοιες που χρησιμοποιούνται προέρχονται από τη λατινική και την αρχαιοελληνική.

Οι λαϊκές ονομασίες

Οι λαϊκές ονομασίες διακρίνονται για τη χάρη και -συνήθως- την ευστοχία με την οποία περιγράφουν τα μανιτάρια. Ατυχώς όμως διαφέρουν από τόπο σε τόπο και συχνά περιγράφουν με το ίδιο όνομα διαφορετικά είδη, με αποτέλεσμα η χρήση τους να δημιουργεί σε πολλές περιπτώσεις σύγχυση. Λαογραφικά στοιχεία και λαϊκές ονομασίες περιέχονται στα βιβλία του Δ. Κελτεμλίδη: «Μανιτάρια της Ελλάδας Λαϊκές ονομασίες Μύθοι και παραδόσεις» (1986, Εκδ. Αγροτεχνική) και «Τα ελληνικά μανιτάρια και οι λαϊκές ονομασίες τους Λαογραφική μυκολογία» (1993, Εκδ. Ψύχαλου).

Αρχαιοελληνικός πολιτισμός και ονοματολογία μυκήτων

Η λέξη μανιτάρι είναι παραφθορά την λέξης Αμανίτης (αμανίτης > αμανιτάρι > μανιτάρι), που σχετίζεται με το όρος Άμανος ή Αμανός, που βρίσκεται στην Κιλικία της Μικράς Ασίας. Η πρώτη αναφορά της λέξης αμανίτης γίνεται από τον αρχαίο Έλληνα βιολόγο, φυτολόγο, ζωολόγο, γαστρονόμο, διαιτολόγο, ρήτορα και γραμματικό Aθήναιο (Ναυκράτιδα Αιγύπτου, τέλη 2ου αι. μ.Χ. - αρχές 3ου αι. μ.Χ.), στο έργο του Δειπνοσοφισταί, όπου διασώζεται σχετική περικοπή του αρχαίου Έλληνα μαθηματικού, φαρμακοποιού, γεωπόνου, βοτανολόγου και ιατρού και ποιητή Νίκανδρου (Κολοφώνας Μικράς Ασίας 204-138 π.Χ.) ο οποίος χρησιμοποίησε το όνομα Αμανίτης, ως επίθετον του ουσιαστικού Μύκης στην φράση: καί τε μύκητας ἀμανίτας τότ᾽ ἐφεύσεις (και τότε μανιτάρια αμανίτες θα μπορέσεις να ψήσεις).

Στο έργο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου με τίτλο «Επιστολαί» (μέρος πέμπτον, Επιστολή ΣΝΔ΄-254, εκδόσεις D. Nutt, 270, Strand, Λονδίνο, 1864), στις σελ. 555-556 αναφέρεται ως επεξήγηση του λήμματος «άμανίται»: Aμανίται το πρώτον εκλήθησαν οι περί το Άμανον, όρος της Κιλικίας, φυόμενοι μύκητες, ως των αλλαχού φυομένων όντες άριστοι· εντεύθεν δε κοινώς καλούμεν μανίτας και μανιτάρια πάντας τους μύκητας· αλλ’ ενιαχού της Ελλάδος και μετά του α λέγονται, αμανίται. (Αμανίτες ονομάστηκαν για πρώτη φορά οι μύκητες που φύονταν γύρω από το όρος Άμανος της Κιλικίας, ως οι άριστοι σε σχέση με αυτούς (τους μύκητες) που φύονταν αλλού· εδώ κοινώς ονομάζουμε «μανίτες» και «μανιτάρια» όλους τους μύκητες· αλλά σε μερικά μέρη της Ελλάδος ονομάζονται και με το (γράμμα) α, (δηλ.) αμανίτες).

Σε αρκετές περιπτώσεις, για την ονομασία μυκήτων, χρησιμοποιούνται λέξεις που παραπέμπουν σε πρόσωπα, θεότητες και στοιχεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού ή της ελληνικής μυθολογίας. Είδη αρχαιοελληνικών αγγείων και σκευών (κρατήρας, κάνθαρος, πυξίς, κύλιξ, κύαθος, μαστός, κοτύλη ή κοτυλών, κάλαθος, λεκάνη, λεκανίδιον, λεπαστή, φιάλη, τρυβλίδιον, σκύφος και στάμνος) δάνεισαν τα ονόματά τους σε γένη (Craterium - Κρατήρας, Craterellus - Κρατηρίσκος, Cantharellus - Κανθαρίσκος, Cantharocybe - Κανθαροκύβη, Geopyxis - Γεοπυξίς, Pyropyxis - Πυροπυξίς, Cyathus - Κύαθος, Cyathicula - Κυαθικίσκη, Cyathipodia - Κυαθιπόδια, Holocotylon - Ολοκοτυλών, Cotylidia - Κοτυλίδια, Paurocotylis - Παυροκότυλις, Calathella-Καλαθίσκη, Chaetocalathus-Χαιτοκάλαθος, Lecanidion - Λεκανίδιον, Lepista - Λεπαστή, Phialea- Φιαλωτή, Phialina - Φιαλίνη, Triblidium - Τρυβλίδιον, Aeruginoscyphus - Γανοπρασινοσκύφη, Bryoscyphus - Βρυόσκυφος, Caloscypha - Καλοσκύφη, Chloroscypha - Χλωροσκύφη, Dasyscyphus - Δασύσκυφος, Dasyscyphella - Δασυσκυφίσκη, Hymenoscyphus - Υμενόσκυφος, Hyaloscypha - Υαλοσκύφη, Kallistoskypha - Καλλιστοσκύφη, Leucoscypha - Λευκοσκύφη, Macroscyphus - Μακρόσκυφος, Microscypha - Μικροσκύφη, Phaeoscypha - Φαιοσκύφη Podoscypha - Ποδοσκύφη, Rhodoscypha - Ροδοσκύφη, Sarcoscypha - Σαρκοσκύφη, Scutoscypha - Θυρεοσκύφη, Stamnaria - Σταμνάρια) και σε είδη μυκήτων (Arrhenia epichysium - Αρρένια η επίχυσις, Ascocoryne cylichnium - Ασκοκορύνη το κυλίχνιον (μικρός κύλιξ), Neolentinus cyathiformis - Νεολυγίας ο κυαθόμορφος, Omphalina cyathella, Macrolepiota mastοidea - Μακρολεπιωτή η μαστοειδής, Nectriopsis lecanodes, Clitopilus scyphoides - Κλιτοπίλος ο σκυφοειδής, Urnula craterium - Υδρίσκη το κρατήριον, Omphalina pyxidata - Ομφαλίνη η πυξιδωτή). Σε άλλες περιπτώσεις (Craterellus cοrnucοpiοides, Pleurotus cornucopioides, Leucoagaricus nympharum, Marasmius oreades, Zeus olympius, Nectria ganymede, Cortinarius herculeus, Parasola hercules, Laetinaevia adonis, Mycena adonis, Suillellus adonis, Cortinarius terpsichores, Pythiacystis citrophthora, Lactarius ichoratus, Daedalea quercina, Hyaloscypha daedaleae και Labyrinthomyces donkii, Orbilia hesperidea, Agaricus oedipus, Coreomycetopsis oedipus, Lepiota oedipus, Oedipus dupainii, Pholiota oedipus, Poronia oedipus, Psilocybe oedipus, το γένος Antinoa, Cortinarius talus), χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από την ελληνική μυθολογία, αφού αναφέρονται στο κέρας της Αμάλθειας (η κατσίκα ή η νύμφη που έτρεφε τον Δία στο Ιδαίο Άντρο), τις (Ορειάδες) Νύμφες, τον Δία τον Ολύμπιο, τον πρίγκιπα της Τροίας Γανυμήδη, τον ημίθεο Ηρακλή, τον αγαπημένο της θεάς Αφροδίτης Άδωνι, την μούσα του χορού και των δραματικών χορικών Τερψιχόρη, την πρωθιέρεια του Απόλλωνα στο Μαντείο των Δελφών Πυθία, το ιχώρ (συστατικό του αίματος των Ελλήνων θεών), τον πολυμήχανο Δαίδαλο, τον λαβύρινθο, τον κήπο των Εσπερίδων, τον Οιδίποδα, τον Αντίνοα και τον Τάλω (μυθικό φύλακα της Κρήτης).

(Copyright: Γιώργος Κωνσταντινίδης: Μανιτάρια της Ελλάδος, οδηγός τσέπης, 2020, αυτοέκδοση)