Russula romellii Maire
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Russula romellii Maire
Το συνηθισμένο, εδώδιμο (FI, Ζ) ή μη εδώδιμο (ΒΚ) Russula romellii Maire (Μ5/485, JM546a, Cο1460, Mο443, FI-1289, Ζ389, ΒΚ6-193) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, μοναχικά ή κατά ομάδες από 2-3 καρποσώματα, στο έδαφος, ανάμεσα σε φυλλάδα σε υγρά, πεδινά έως ορεινά δάση πλατυφύλλων (ΒΚ: δρυός, οξιάς, γαύρου) και κωνοφόρων (ΒΚ: ερυθρελάτης, ελάτης) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά κυρτό, πιο επίπεδο με βαθούλωμα στο κέντρο αργότερα, κολλώδες σε υγρό καιρό, ξερό αλλά γυαλιστερό όταν ξεραίνεται, συνήθως πολύχρωμο, δίχρωμο, με βιολετιούς, πορφυρούς και κρασάτους τόνους στην περιφέρεια, λαδοκίτρινους και κρεμ-πρασινωπούς τόνους στο κέντρο καπέλο (διάμ. (4) 6-12 (14) εκ.), με επιδερμίδα του ξεφλουδίζεται έως το 1/3 της ακτίνας και ομαλή, κυρτή για αρκετό διάστημα, αδιαφανή περίμετρο με αυλακώσεις και φύματα στην ωριμότητα, πολύ εύθραυστα, αρχικά κρεμ, κιτρινοπορτοκαλιά αργότερα, μέτριας πυκνότητας, πλατιά (έως 1 εκ.), σχεδόν ελευθέρα ελάσματα με διχάλες και αναστομώσεις, με ομοιόχρωμες, λεπτές ακμές, κυλινδρικό ή ροπαλόμορφο (έως 3,5 εκ.), σκληρό και συμπαγές αρχικά, σκουληκοφαγωμένο και εύθραυστο αργότερα, γραμμωτό κατά μήκος, λευκό πόδι (4-8 (11) x 1,5-2,5 εκ.) με κιτρινοκαφετιές περιοχές στη βάση, σπανίως με ρόδινους τόνους, λευκωπή σάρκα που πορτοκαλοροδίζει στο καπέλο με FeSO4, αδύναμη μυρωδιά, ήπια γεύση, αβγόμορφα-ελλειπτικά, βασιδιοσπόρια ((6,5) 7-8,5 (9,5) x (5,5) 6-7,2 μm) με ακανθώδεις προεξοχές που κατά περιπτώσεις συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν ατελές δίχτυ και βαθυκίτρινο σποριοαποτύπωμα.Πηγή-Αδημοσίευτο αρχείο Γιώργου Κωνσταντινίδη. μαζί με Λάκης Τσαμπάζης

Καστοριά 16-5-14 Λάκης ΤσαμπάζηςΤο συνηθισμένο, εδώδιμο (FI, Ζ) ή μη εδώδιμο (ΒΚ) Russula romellii Maire (Μ5/485, JM546a, Cο1460, Mο443, FI-1289, Ζ389, ΒΚ6-193) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, μοναχικά ή κατά ομάδες από 2-3 καρποσώματα, στο έδαφος, ανάμεσα σε φυλλάδα σε υγρά, πεδινά έως ορεινά δάση πλατυφύλλων (ΒΚ: δρυός, οξιάς, γαύρου) και κωνοφόρων (ΒΚ: ερυθρελάτης, ελάτης) και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά κυρτό, πιο επίπεδο με βαθούλωμα στο κέντρο αργότερα, κολλώδες σε υγρό καιρό, ξερό αλλά γυαλιστερό όταν ξεραίνεται, συνήθως πολύχρωμο, δίχρωμο, με βιολετιούς, πορφυρούς και κρασάτους τόνους στην περιφέρεια, λαδοκίτρινους και κρεμ-πρασινωπούς τόνους στο κέντρο καπέλο (διάμ. (4) 6-12 (14) εκ.), με επιδερμίδα του ξεφλουδίζεται έως το 1/3 της ακτίνας και ομαλή, κυρτή για αρκετό διάστημα, αδιαφανή περίμετρο με αυλακώσεις και φύματα στην ωριμότητα, πολύ εύθραυστα, αρχικά κρεμ, κιτρινοπορτοκαλιά αργότερα, μέτριας πυκνότητας, πλατιά (έως 1 εκ.), σχεδόν ελευθέρα ελάσματα με διχάλες και αναστομώσεις, με ομοιόχρωμες, λεπτές ακμές, κυλινδρικό ή ροπαλόμορφο (έως 3,5 εκ.), σκληρό και συμπαγές αρχικά, σκουληκοφαγωμένο και εύθραυστο αργότερα, γραμμωτό κατά μήκος, λευκό πόδι (4-8 (11) x 1,5-2,5 εκ.) με κιτρινοκαφετιές περιοχές στη βάση, σπανίως με ρόδινους τόνους, λευκωπή σάρκα που πορτοκαλοροδίζει στο καπέλο με FeSO4, αδύναμη μυρωδιά, ήπια γεύση, αβγόμορφα-ελλειπτικά, βασιδιοσπόρια ((6,5) 7-8,5 (9,5) x (5,5) 6-7,2 μm) με ακανθώδεις προεξοχές που κατά περιπτώσεις συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν ατελές δίχτυ και βαθυκίτρινο σποριοαποτύπωμα. Πηγές-Αδημοσίευτο αρχείο Γ.Κωνσταντινίδη.

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Δευτέρα, 19 Μαΐου 2014