Chalciporus piperatus (Bull.) Bataille
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Chalciporus piperatus (Bull.) Bataille
Το Chalciporus piperatus (Bull.) Bataille (=Chalciporus amarellus (Quél.) Bataille, Chalciporus hypochryseus (Šutara) Courtec., Chalciporus piperatus var. amarellus (Quél.) Pilát & Dermek) (FN169, ΒΚ3/27, C1/283, Μ3/213, JM350, D51, Jο347, Cο1632, G358, Μο71, Κ3-559, Κ5-278, SMJ92, LE83, Β273, manitari.gr, ως Chalciporus amarellus: Β277, G/B140, ΒΚ3/6, Cο1633, Π173, Μο72, Κ3-560, Κ5-277, LE84 και ως Chalciporus hypochryseus: G/B142, Κ5-278, SMJ92, LE84) καρποφορεί καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνα (στα παράκτια, μεσογειακά οικοσυστήματα), μοναχικά ή ομαδικά, κυρίως σε ορεινά δάση κωνοφόρων (ιδιαίτερα πεύκου αλλά και ελάτης και ερυθρελάτης) και πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς, σημύδας, καστανιας) και παράγει μικρά έως μέτρια, βωλιτοειδή βασιδιώματα με ωχροκαφετί, καφεπορτοκαλί, καφερόδινο, καφεκοκκινωπό ή (πρώην Chalciporus amarellus) ωχροκίτρινο, λιπαρό, υγρό έως κολλώδες (σε υγρό καιρό) ή γυαλιστερό ή ραγαδιασμένο (όταν είναι ξερό) καπέλο (διάμ. 1-5 (8) εκ.), μερικές φορές με με συχνά κυματιστή, συνήθως πιο ανοιχτόχρωμη, κιτρινωπή ή (πρώην Chalciporus amarellus) ρόδινη περίμετρο, συνήθως χαλκοκόκκινους-ροδοκανελιούς αλλά και (πρώην Chalciporus amarellus) ροδοκόκκινους ή (πρώην Chalciporus hypochryseus) κίτρινους ή ωχροκίτρινους πόρους, ωχροκαφετί, ωχροκίτρινο ή κιτρινωπό, κυλινδρικό πόδι (4-8 (10) x 0,8-1,5 (2) εκ.) με οξύληκτη κίτρινη του κρόκου βάση, κίτρινη, λευκοκιτρινωπή ή ωχροκίτρινη σάρκα, πικάντικη-πιπεράτη ή (πρώην Chalciporus amarellus) ήπια, υπόπικρη ή λίγο ερεθιστική γεύση και ελλειπτικά, κιτρινωπά, παχύτοιχα βασιδιοσπόρια ((6) 7-12 (15) x (3) 3,5-5 (6) μm). 
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales – Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο
Chalciporus piperatus (Bull.) Bataille ΓΚ 7472

Το Chalciporus piperatus (Bull.) Bataille (=Chalciporus amarellus (Quél.) Bataille, Chalciporus hypochryseus (Šutara) Courtec) (FN169, ΒΚ3/27, C1/283, Μ3/213, JM350, D51, Jο347, Cο1632, G358, Μο71, Κ3-559, Κ5-278, SMJ92, LE83, Β273, manitari.gr, ως Chalciporus amarellus: Β277, G/B140, ΒΚ3/6, Cο1633, Π173, Μο72, Κ3-560, Κ5-277, LE84 και ως Chalciporus hypochryseus: G/B142, Κ5-278, SMJ92, LE84) καρποφορεί καλοκαίρι, φθινόπωρο και χειμώνα (στα παράκτια, μεσογειακά οικοσυστήματα), μοναχικά ή ομαδικά, κυρίως σε ορεινά δάση κωνοφόρων (ιδιαίτερα πεύκου αλλά και ελάτης και ερυθρελάτης) και πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς, σημύδας, καστανιας) και παράγει μικρά έως μέτρια, βωλιτοειδή βασιδιώματα με ωχροκαφετί, καφεπορτοκαλί, καφερόδινο, καφεκοκκινωπό ή (πρώην Chalciporus amarellus) ωχροκίτρινο, λιπαρό, υγρό έως κολλώδες (σε υγρό καιρό) ή γυαλιστερό ή ραγαδιασμένο (όταν είναι ξερό) καπέλο (διάμ. 1-5 (8) εκ.), μερικές φορές με με συχνά κυματιστή, συνήθως πιο ανοιχτόχρωμη, κιτρινωπή ή (πρώην Chalciporus amarellus) ρόδινη περίμετρο, συνήθως χαλκοκόκκινους-ροδοκανελιούς αλλά και (πρώην Chalciporus amarellus) ροδοκόκκινους ή (πρώην Chalciporus hypochryseus) κίτρινους ή ωχροκίτρινους πόρους, ωχροκαφετί, ωχροκίτρινο ή κιτρινωπό, κυλινδρικό πόδι (4-8 (10) x 0,8-1,5 (2) εκ.) με οξύληκτη κίτρινη του κρόκου βάση, κίτρινη, λευκοκιτρινωπή ή ωχροκίτρινη σάρκα, πικάντικη-πιπεράτη ή (πρώην Chalciporus amarellus) ήπια, υπόπικρη ή λίγο ερεθιστική γεύση και ελλειπτικά, κιτρινωπά, παχύτοιχα βασιδιοσπόρια ((6) 7-12 (15) x (3) 3,5-5 (6) μm).

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου 2014