Caloboletus calopus (Pers.) Vizzini
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Caloboletus calopus (Pers.) Vizzini
Το Caloboletus calopus (Pers.) Vizzini (=Boletus calopus Pers.) (FN166, ΒΚ3/5, B4-103, C1/279, Μ3/205, JM374, D69, Jο336, Cο1663, P202, G365, Bο36, Δ328, Π176, Μο75, Κ3-541, Κ5-251, LE103) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες, σε δάση πλατυφύλλων (ιδιαίτερα δρυός και οξιάς) και κωνοφόρων (ελάτης, ερυθρελάτης, κεφαλληνιακής ελάτης) και παράγει μεγάλα έως πολύ μεγάλα βασιδιώματα με βελούδινο, μερικές φορές ραγαδιασμένο, αργιλόχρωμο αργιλογκριζωπό, γκριζοκαφετί ή γκριζολαδί καπέλο (διάμ. 4-15 (20) εκ.), θαμπούς, θειαφένιους πόρους που γαλαζοπρασινίζουν αν πιεσθούν, κίτρινο -στην κορυφή- και κόκκινο -στη βάση- πόδι ((3) 5-15 (18) x 1-5 (6) εκ.) με λευκό, αχυροκίτρινο ή καστανοκόκκινο δίχτυ (ή χωρίς δίχτυ στη μορφή Boletus calopus f. ereticulatus Estadès & Lannoy (LE104)), λευκωπή ή λευκοκιτρινωπή σάρκα που γαλαζιώνει ελαφρώς αν κοπεί, πικρή γεύση, ξινή μυρωδιά, ατρακτόμορφα-ελλειπτικά, κιτρινωπά βασιδιοσπόρια ((10) 11-16 (18) x (4) 4,5-6 μm) και υφές πιλιδιοδερμίδας πλάτους 2,5-12 (15) μm.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales – Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)

Το συνηθισμένο, τοξικό, Caloboletus calopus (Pers.) Vizzini (=Boletus calopus Pers.) (FN166, ΒΚ3/5, B4-103, C1/279, Μ3/205, JM374, D69, Jο336, Cο1663, P202, G365, Bο36, Δ328, Π176, Μο75, Κ3-541, Κ5-251, LE103, manitari.gr. boletales.com) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες, σε δάση πλατυφύλλων (ιδιαίτερα δρυός και οξιάς) και κωνοφόρων (ελάτης, ερυθρελάτης, κεφαλληνιακής ελάτης) και παράγει μεγάλα έως πολύ μεγάλα βασιδιώματα με βελούδινο, μερικές φορές ραγαδιασμένο, αργιλόχρωμο αργιλογκριζωπό, γκριζοκαφετί ή γκριζολαδί καπέλο (διάμ. 4-15 (20) εκ.), θαμπούς, θειαφένιους πόρους που γαλαζοπρασινίζουν αν πιεσθούν, κίτρινο -στην κορυφή- και κόκκινο -στη βάση- πόδι ((3) 5-15 (18) x 1-5 (6) εκ.) με λευκό, αχυροκίτρινο ή καστανοκόκκινο δίχτυ (ή χωρίς δίχτυ στη μορφή Boletus calopus f. ereticulatus Estadès & Lannoy (LE104)), λευκωπή ή λευκοκιτρινωπή σάρκα που γαλαζιώνει ελαφρώς αν κοπεί, πικρή γεύση, ξινή μυρωδιά, ατρακτόμορφα-ελλειπτικά, κιτρινωπά βασιδιοσπόρια ((10) 11-16 (18) x (4) 4,5-6 μm) και υφές πιλοδερμίδας πλάτους 2,5-12 (15) μm. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Boletales – Βωλιτοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Τρίτη, 14 Ιουλίου 2015