Το κοσμοπολίτικο, μάλλον συνηθισμένο Leοcarpus fragilis (Dicks.) Rοstaf. (ΒΙ248, LM393, Κ4-121, C2/841, Ke34, L420, Δ542, SS130, uοguelph, Eliasson-Lundqvist 2015, mycodb.fr, discoverlife.org, fichasmicologicas.com, hiddenforest.co.nz, disjunctnaturalists.com, 123pilze.de) καρποφορεί όλο τον χρόνο, κοπαδιαστά, συνήθως κατά πυκνές δέσμες σε νεκρή οργανική ύλη (βελόνες, φύλλα, φυτά), σε δάση (ιδιαίτερα κωνοφόρων), μερικές φορές και σε ζωντανά φυτά, σπανίως και σε κοπριά και παράγει πολύ μικρά, ως επί το πλείστον έμμισχα σποροκάρπια, σε μεγάλους σχηματισμούς που θυμίζουν τσαμπιά από σταφύλια σε μικρογραφία, με ωοειδές, επίμηκες ή υποσφαιρικό, λείο, γυαλιστερό, κιτρινωπό, μουσταρδί, ωχρό, ωχροπορτοκαλί, καφεπορτοκαλί, κεραμιδί, πορφυροκαφετί ή κοκκινωπό σποράγγειο (↑2-4 χιλ, Ø 0,6-2 χιλ.) με εύθραυστο, τρίστρωμο πηρίδιο (λεπτό, χόνδρινο εξωτερικό, συχνά με άφθονους κόκκους ασβεστίου στην εσωτερική του επιφάνεια, παχύ, ασβεστώδες μεσαίο και μεμβρανώδες εσωτερικό), κοντό, λεπτότατο (Ø τρίχας), ημιδιαφανές έως κιτρινωπό πόδι (1-3 χιλ.), μεμβρανώδη, ωχρό υπόθαλλο, λαμπερό κίτρινο έως κιτρινοπορτοκαλί πλασμώδιο, διπλό διάπλεγμα κόμης α) ως δίχτυ ανοιχτόχρωμων, λεπτών, υαλωδών, διακλαδιζόμενων νημάτων με ελαφρές διογκώσεις στις συνάψεις και β) ως δίχτυ πλατιών κίτρινων, επασβεστωμένων, διακλαδιζόμενων σωλήνων, που μερικές φορές συγκεντρώνονται στο κέντρο σχηματίζοντας ψευδοκιονίσκο, χωρίς κιονίσκο, καφετιά, σφαιρικά ή υποσφαιρικά, φυματώδη, ελεύθερα ή μερικές φορές συναθροιζόμενα, ποικιλομεγέθη σπόρια (Κ11193: 10,5-21 μm) με πιο ανοιχτόχρωμη τη μία πλευρά και καστανομαυριδερή ή μαύρη σποριόμαζα.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Μυξομύκητες - Myxomycetes (αδημοσίευτο αρχείο)