Cantharellus cibarius Fr.
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Cantharellus cibarius Fr.
Τo Cantharellus cibarius Fr. (=Cantharellus alborufescens (Malençon) Papetti & S. Alberti, Cantharellus carneoalbus R. Heim, Cantharellus cibarius var. albidus Maire, Cantharellus cibarius var. albipes Peck, Cantharellus cibarius var. alborufescens Malençon, Cantharellus cibarius var. albus Maire, Cantharellus cibarius var. bicolor Maire, Cantharellus cibarius var. flavipes R. Heim ex Eyssart. & Buyck, Cantharellus cibarius var. inodorus Velen., Cantharellus cibarius var. latifolius Heinem., Cantharellus cibarius var. longipes Peck, Cantharellus cibarius var. multiramis Peck, Cantharellus cibarius var. nanus (R. Heim) Corner, Cantharellus cibarius var. pallidifolius A.H. Sm., Cantharellus cibarius var. pallidus R. Schulz, Cantharellus cibarius var. rufescens Cetto, Cantharellus cibarius var. salmoneus L. Corb., Cantharellus cibarius var. squamosus Pöll ex Murr, Cantharellus cibarius var. squamulosus (A. Blytt) Eyssart. & Buyck, Cantharellus cibarius var. umbrinus R. Heim ex Eyssart. & Buyck, Cantharellus edulis Sacc., Cantharellus pallens Pilát, Cantharellus neglectus (M. Souché) Eyssart. & Buyck, Cantharellus pallens Pilát, Cantharellus rufipes Gillet, Cantharellus vulgaris Gray κ.ά. και κατά 'Eyssartier= (ποιο; Το Cantharellus pallens;)Cantharellus subpruinosus Eyssart. & Buyck ('Eyssartier (actafungorum.org))) (CH28, BK2/481, C1/236, Μ1/81, JM411, D1008, Jο81, Cο111, P191, G377, Bο306, Δ344, Π171, J69, K3-515, K4-41, K5-353, fungibalear.net, ως Cantharellus cibarius var. albidus: JM408, ως Cantharellus cibarius var. alborufescens: Bertolini 2014 (RDM-LVII-2-102) και ως Cantharellus pallens: 'Eyssartier* (actafungorum.org)) καρποφορεί από τον (Μάρτιο) Μάιο έως τον Νοέμβριο (Ιανουάριο), κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς, φουντουκιάς, γαύρου, λεύκας, σημύδας, φλαμουριάς, καστανιάς, ιτιάς, σφενταμιού, σορβιάς) και κωνοφόρων (ελάτης, ερυθρελάτης, πεύκου, ψευδοτσούγκας) ('Eyssartier (αναφερόμενη στο Cantharellus pallens): πλατυφύλλων και κωνοφόρων σε διάφορους τύπους εδάφους) και παράγει μέτρια έως μεγάλα, μονόχρωμα ή δίχρωμα βασιδιώματα με αρχικά κυρτό, χωνιόμορφο αργότερα, μερικές φορές (πρώην Cantharellus pallens) με λευκή πάχνη ('Eyssartier), που κιτρινίζει στο άγγιγμα ('Eyssartier), κίτρινο ή λευκωπό καπέλο (διάμ. 2-15 εκ.), που μερικές φορές (πρώην Cantharellus cibarius var. alborufescens) κοκκινίζει στο άγγιγμα, φλεβόμορφα, κατερχόμενα, κίτρινα, λευκωπά ή (πρώην Cantharellus cibarius var. albidus) λευκοκιτρινωπά ψευδοελάσματα ('Eyssartier (αναφερόμενη στο Cantharellus pallens): ομοιόχρωμα με το καπέλο, το οποίο περιγράφει αρχικά λευκό, παχνώδες που κιτρινίζει στο άγγιγμα και αργότερα έντονο κίτρινο), κίτρινο, κιτρινωπό ή λευκωπό ('Eyssartier (αναφερόμενη στο ως Cantharellus pallens): λευκωπό ή κιτρινωπό, που κιτρινίζει έντονα στο άγγιγμα), πόδι (2-8 x -3 εκ.), μυρωδιά βερίκοκου (μερικές φορές όμως άοσμο), ήπια ή ελαφρώς καυτερή γεύση και ελλειπτικά ή αβγόμορφα, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((7,5) 8-9 (11) x (4) 5-5,5 (7) μm και ως Cantharellus cibarius var. alborufescens: Bertolini: 9-12 x 4-5,5 μm) με σταγόνες ή κοκκώδες περιεχόμενο.
* Ωστόσο κατά τους Eyssartier και Roux (wikipedia.org) πρόκειται για ξεχωριστό είδος και σύμφωνα με αυτούς το 90% των Κανθαρίσκων που πωλούνται στα γαλλικά καταστήματα είναι αυτό το είδος (Cantharellus pallens) και όχι Cantharellus cibarius (Eyssartier and Roux classify it as a separate species but say that 90% of the chanterelles sold in French markets are this, not C. cibarius.)
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη (αδημοσίευτο αρχείο)
Cantharellus cibarius Fr.

Τo Cantharellus cibarius Fr. (=Cantharellus alborufescens (Malençon) Papetti & S. Alberti, Cantharellus carneoalbus R. Heim, Cantharellus cibarius f. cibarius Fr., Cantharellus cibarius f. neglectus M. Souché, Cantharellus cibarius subsp. cibarius Fr., Cantharellus cibarius subsp. flavipes R. Heim, Cantharellus cibarius subsp. nanus R. Heim, Cantharellus cibarius subsp. squamulosus A. Blytt, Cantharellus cibarius subsp. umbrinus R. Heim, Cantharellus cibarius var. albidus Maire, Cantharellus cibarius var. albipes Peck, Cantharellus cibarius var. alborufescens Malençon, Cantharellus cibarius var. albus Maire, Cantharellus cibarius var. bicolor Maire, Cantharellus cibarius var. carneoalbus (R. Heim) Corner, Cantharellus cibarius var. cibarius Fr., Cantharellus cibarius var. flavipes R. Heim ex Eyssart. & Buyck, Cantharellus cibarius var. flavipes (R. Heim) Corner, Cantharellus cibarius var. inodorus Velen., Cantharellus cibarius var. latifolius Heinem., Cantharellus cibarius var. longipes Peck, Cantharellus cibarius var. multiramis Peck, Cantharellus cibarius var. nanus (R. Heim) Corner, Cantharellus cibarius var. neglectus (M. Souché) Sacc., Cantharellus cibarius var. pallens Ew. Gerhardt, Cantharellus cibarius var. pallidifolius A.H. Sm., Cantharellus cibarius var. pallidus R. Schulz, Cantharellus cibarius var. rufescens Cetto, Cantharellus cibarius var. rufipes (Gillet) Cooke, Cantharellus cibarius var. salmoneus L. Corb., Cantharellus cibarius var. squamosus Pöll ex Murr, Cantharellus cibarius var. squamulosus (A. Blytt) Eyssart. & Buyck, Cantharellus cibarius var. umbrinus R. Heim ex Eyssart. & Buyck, Cantharellus cibarius var. umbrinus (R. Heim) Corner, Cantharellus edulis Sacc., Cantharellus neglectus (M. Souché) Eyssart. & Buyck, Cantharellus pallens Pilát, Cantharellus rufipes Gillet, Cantharellus vulgaris Gray κ.ά.) (CH28, BK2/481, C1/236, Μ1/81, JM411, D1008, Jο81, Cο111, P191, G377, Bο306, Δ344, Π171, J69, K3-515, K4-41, K5-353, fungibalear.net, ως Cantharellus cibarius var. albidus: JM408) καρποφορεί από τον (Μάρτιο) Μάιο έως τον Νοέμβριο (Ιανουάριο), κατά ομάδες, στο έδαφος, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, οξιάς, φουντουκιάς, γαύρου, λεύκας, σημύδας, φλαμουριάς, καστανιάς, ιτιάς, σφενταμιού, σορβιάς) και κωνοφόρων (ελάτης, ερυθρελάτης, πεύκου, ψευδοτσούγκας) και παράγει μέτρια έως μεγάλα, μονόχρωμα ή δίχρωμα βασιδιώματα με αρχικά κυρτό, χωνιόμορφο αργότερα, κίτρινο ή λευκωπό καπέλο (διάμ. 2-15 εκ.), φλεβόμορφα, κατερχόμενα, κίτρινα, λευκωπά ή (πρώην Cantharellus cibarius var. albidus) λευκοκιτρινωπά ψευδοελάσματα, κίτρινο, κιτρινωπό ή λευκωπό πόδι, μυρωδιά βερίκοκου (μερικές φορές όμως άοσμο), ήπια ή ελαφρώς καυτερή γεύση και ελλειπτικά ή αβγόμορφα, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((7,5) 8-9 (11) x (4) 5-5,5 (7) μm) με σταγόνες ή κοκκώδες περιεχόμενο.

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Δευτέρα, 26 Μαΐου 2014
Χελώνα απολαμβάνει γεύμα με Cantharellus cibarius

19-05-2013Τρίκορφο ΓρεβενώνΓιώργος Κωνσταντινίδης

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Τρίτη, 21 Μαΐου 2013