Leucogaster nudus (Hazsl.) Hollós
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Leucogaster nudus (Hazsl.) Hollós
Το Leucogaster nudus (Hazsl.) Hollós (hongoshipogeos) καρποφορεί μοναχικά ή κοπαδιαστά, μερικές φορές κατά κολλημένα μεταξύ τους βασιδιώματα, κάτω από πλατύφυλλα (οξιά, δρυς) ή σε μικτά δάση, από το Μάιο έως το Νοέμβριο (Δεκέμβριο) και παράγει ακανόνιστα, βολβώδη, αρχικά λευκωπά με κιτρινωπά στίγματα και αργότερα με ωχροκαφετιά ή κοκκινοκαφετιά στίγματα βασιδιώματα (1-3 (5) εκ. διάμ.), λευκά ριζόμορφα, λεπτό, εύθραυστο, αδιαφανές, αρχικά ελαφρώς χνουδωτό και αργότερα σχεδόν λείο πηρίδιο που συνίσταται από δύο στρώματα, (εξωτερικό με συγκεχυμένες, χρωματιστές υφές και εσωτερικό με λευκωπές νηματοειδείς υφές), τραγανό, κηρώδη, σκληρό και εύθραυστο όταν ξεραίνεται, αρχικά λευκωπό, αργότερα κιτρινωπό ή πρασινωπό θρόμβο με μικρούς, σφαιρικούς έως γωνιώδεις θαλάμους (0,7-1,5 (2) χιλ. διάμ.) που είναι γεμάτοι με ζελατινώδες υλικό και εκκρίνουν χυμό όταν κόβονται, λεπτά, λευκωπά έως κιτρινωπά διαχωριστικά, έντονη μυρωδιά που θυμίζει προζύμι, ακετόνη ή σκόρδο και υποσφαιρικά έως αβγόμορφα, υαλώδη έως αχυρόχρωμα, με κανονικό και πλήρες δίχτυ και υαλώδες, ζελατινώδες, διαφανές, καταφανές επισπόριο και πολύ κοντά υπολείμματα του στηρίγματος βασιδιοσπόρια ((9) 10-14 (18) μm, hongoshipogeos: 11 x 15 μm).
Πηγή. Υπόγειοι βασιδιομύκητες, αδημοσίευτο αρχείο Γιώργου Κωνσταντινίδη

Leucogaster nudus (Hazsl.) Hollós ΓΚ 8149
Το μάλλον συνηθισμένο, μη εδώδιμο Leucogaster nudus (Hazsl.) Hollós (ΜS339, BT142, hongoshipogeos, Zeller & Dodge, manitari.gr) καρποφορεί υπογείως, μοναχικά ή κοπαδιαστά, μερικές φορές κατά κολλημένα μεταξύ τους βασιδιώματα, κάτω από πλατύφυλλα (οξιά, δρυς), κωνοφόρα (ελάτη, ερυθρελάτη) ή σε μικτά δάση, από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο (Δεκέμβριο) και παράγει μικρά έως μέτρια, ακανόνιστα, βολβώδη, αρχικά λευκωπά ή λευκοκιτρινωπά βασιδιώματα (1-3 (5) εκ. διάμ.), αρχικά με κιτρινωπά και αργότερα με ωχροκαφετιά ή κοκκινοκαφετιά στίγματα, με κοιλότητες, λευκά ριζόμορφα, λεπτό, εύθραυστο, αδιαφανές, αρχικά ελαφρώς χνουδωτό και αργότερα σχεδόν λείο δίστρωμο πηρίδιο, εξωτερικό από συγκεχυμένες, χρωματιστές υφές και εσωτερικό από λευκωπές νηματοειδείς υφές, αρχικά, τραγανό, κηρώδη-ζελατινώδη, λευκωπό και γυαλιστερό και αργότερα κιτρινωπό, ωχρολευκωπό ή πρασινωπό θρόμβο που γίνεται σκληρός και εύθραυστος όταν ξεραίνεται, με μικρούς, σφαιρικούς έως πολυεδρικούς θαλάμους (0,7-1,5 (2) χιλ. διάμ.), μεγαλύτερους στο κέντρο και μικρότερους στην περιφέρεια, που αρχικά είναι γεμάτοι με ζελατινώδες υλικό και εκκρίνουν χυμό όταν κόβονται, λεπτά, λευκωπά έως κιτρινωπά διαχωριστικά, έντονη μυρωδιά που θυμίζει τσιχλόφουσκα, προζύμι, γιαούρτι (Κ), ακετόνη ή σκόρδο και υποσφαιρικά έως αβγόμορφα, υαλώδη έως αχυρόχρωμα βασιδιοσπόρια ((9) 12-15 (20) μm, Κ (4924): 11-18 (20) x (9) 10-14 (17) μm, Κ (4926): 12,5-15,5 x 10-15 μm, Κ (7428): 13,6-18,9 μm, Κ (8149): 11,7-19 μm) με κανονικό, πλήρες δίχτυ, υαλώδες, ζελατινώδες, διαφανές, καταφανές επισπόριο και ελάχιστα υπολείμματα στηρίγματος και 4-σπορα, αχλαδόμορφα βασίδια.Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Υπόγειοι Βασιδιομύκητες (αδημοσίευτο αρχείο)
Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Δευτέρα, 27 Ιουλίου 2015