Mycena amicta (Fr.) Quél.
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Mycena amicta (Fr.) Quél.
Το συνηθισμένο Mycena amicta (Fr.) Quél. (=Mycena amicta var. incongruens Britzelm., Mycena amicta var. iris (Berk.) Bon, Mycena amicta var. truncata P. Karst. Mycena iris (Berk.) Quél., Mycena iris var. caerulea Rea) (BK3/318, C6/2357, JM969, Jο172, Cο549, Bο182, Bu82, Mο178, Κ3-267, FN363, manitari.gr και ως Mycena amicta var. iris: JM969a, Bο182, Κ3-268, manitari.gr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σε δάση κωνοφόρων (ιδιάιτερα πεύκης), πλατυφύλλων (οξιάς, λεύκης, σημύδας) ή σε μικτά δάση, πάνω σε πρέμνα, θαμμένα κλαδιά, κομμάτια φλούδας, υπολείμματα από κουκουνάρια κ.ά. και παράγει μικρά βασιδιώματα αρχικά ημισφαιρικό ή καμπανόμορφο, κωνικό-καμπανόμορφο αργότερα, ζελατινώδες, λείο, θαμπό ή κάπως χνουδωτό (με μεγεθυντικό φακό), ημιδιαφανές και γραμμωτό σχεδόν έως το κέντρο (όταν είναι υγρό) κρεμ-λευκωπό καπέλο (διάμ. 0,5-1,5 (2) εκ.), με πιο βαθύχρωμο γκριζοκιτρινωπό κέντρο, μερικές φορές (πρώην Mycena amicta var. iris ) με κυανές ή πρασινωπές ανταύγειες, πιο ανοιχτόχρωμη, οξύληκτη και οδοντωτή περίμετρο, λεπτή, νερουλή γκριζοωχρωπή σάρκα, ραφανώδη μυρωδιά και γεύση, λευκωπά αρχικά, γκριζωπά αργότερα, πλατιά, κατερχόμενα ελάσματα (18-23) με οδοντωτές, ομοιόχρωμες, μη ζελατινώδεις (FN) ακμές, κυλινδρικό, κούφιο και εύθραυστο, χνουδωτό, γκρίζο ή γκριζοκαφετί πόδι (4-6 (8) x 0,05-0,2 εκ.) με μικρή, ριζώδη προέκταση, λευκοκρέμ κορυφή, μερικές φορές με έντονη γκριζοβιολετιά βάση ή (πρώην Mycena amicta var. iris ) με κυανές ή πρασινωπές ανταύγειες, ελλειπτικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια (6-10,5 x 3,5-5,5 μm, FN: 6-10,5 x 4-5,5 μm) με σταγόνες και λευκοκρέμ σποριοαποτύπωμα. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: αδημοσίευτο αρχείο
Mycena amicta (Fr.) Quél. ΓΚ 7731

Το συνηθισμένο Mycena amicta (Fr.) Quél. ( = Mycena amicta var. incongruens Britzelm., Mycena amicta var. iris (Berk.) Bon, Mycena amicta var. truncata P. Karst. Mycena iris (Berk.) Quél., Mycena iris var. caerulea Rea) (BK3/318, C6/2357, JM969, Jο172, Cο549, Bο182, Bu82, Mο178, Κ3-267, FN363, manitari.gr και ως Mycena amicta var. iris: JM969a, Bο182, Κ3-268, manitari.gr) καρποφορεί καλοκαίρι και φθινόπωρο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σε δάση κωνοφόρων (ιδιαίτερα πεύκης), πλατυφύλλων (οξιάς, λεύκης, σημύδας) ή σε μικτά δάση, πάνω σε πρέμνα, θαμμένα κλαδιά, κομμάτια φλούδας, υπολείμματα από κουκουνάρια κ.ά. και παράγει μικρά βασιδιώματα αρχικά ημισφαιρικό ή καμπανόμορφο, κωνικό-καμπανόμορφο αργότερα, ζελατινώδες, λείο, θαμπό ή κάπως χνουδωτό (με μεγεθυντικό φακό), ημιδιαφανές και γραμμωτό σχεδόν έως το κέντρο (όταν είναι υγρό) κρεμ-λευκωπό καπέλο (διάμ. 0,5-1,5 (2) εκ.), με πιο βαθύχρωμο γκριζοκιτρινωπό κέντρο, μερικές φορές (πρώην Mycena amicta var. iris ) με κυανές ή πρασινωπές ανταύγειες, πιο ανοιχτόχρωμη, οξύληκτη και οδοντωτή περίμετρο, λεπτή, νερουλή γκριζοωχρωπή σάρκα, ραφανώδη μυρωδιά και γεύση, λευκωπά αρχικά, γκριζωπά αργότερα, πλατιά, κατερχόμενα ελάσματα (18-23) με οδοντωτές, ομοιόχρωμες, μη ζελατινώδεις (FN) ακμές, κυλινδρικό, κούφιο και εύθραυστο, χνουδωτό, γκρίζο ή γκριζοκαφετί πόδι (4-6 (8) x 0,05-0,2 εκ.) με μικρή, ριζώδη προέκταση, λευκοκρέμ κορυφή, μερικές φορές με έντονη γκριζοβιολετιά βάση ή (πρώην Mycena amicta var. iris ) με κυανές ή πρασινωπές ανταύγειες, ελλειπτικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια (6-10,5 x 3,5-5,5 μm) με σταγόνες και λευκοκρέμ σποριοαποτύπωμα.

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Σάββατο, 13 Δεκεμβρίου 2014