Agaricus phaeolepidotus (F.H. Møller) F.H. Møller
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Agaricus phaeolepidotus (F.H. Møller) F.H. Møller
Το μάλλον σπάνιο, τοξικό Agaricus phaeolepidotus (F.H. Møller) F.H. Møller (κατά FN=Agaricus meleagris With., κατά FN και G/A= Agaricus perdicinus Pilát) (FAN5/57, Ca88, G/Ag205, C5/1733, RM-LIII-1-69, RM-LIV-3-205, FN521, Ag3-126) καρποφορεί κοπαδιαστά, από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο, σε δάση πλατυφύλλων, σε ασβεστώδη, αργιλώδη ή αμμώδη και συνήθως γυμνά εδάφη, συχνά σε αμμώδεις όχθες ποταμών -όχι σε ακτές- και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά ημισφαιρικό-τραπεζοειδές, αρκετά σαρκώδες καπέλο (5,5-8 (14) εκ. διάμ.) με πολυάριθμα μικρά, γκριζοκαφετιά ή φουντουκί-καφετιά λέπια στο λευκωπό υπόβαθρο, περίμετρο που δεν κιτρινίζει στο άγγιγμα, ελεύθερα, πυκνά, ρόδινα έως βαθύχρωμα καφετιά ελάσματα με ανοιχτόχρωμη, οδοντωτή ακμή, λευκό, λείο, μεταξένιο, ροπαλόμορφο ή βολβώδες (μερικές φορές με χειλοφόρα βάση) πόδι (4,5-13 x 1,3-1,7 εκ.) που κιτρινίζει στο άγγιγμα και ιδιαίτερα στη βάση (έως 2,7 εκ.), λευκό, μεμβρανώδες, πολύ πλατύ, δαχτυλίδι που μερικές φορές κιτρινίζει, δίστρωμο, με ένα στρώμα λείο και ένα ανάγλυφο (που εκτείνεται στο κέντρο) με στρογγυλεμένες οδοντωτές ακτίνες και γκριζοκαφετιά λέπια, λευκή σάρκα που, αν κοπεί, κιτρινίζει ελαφρώς και μετά (από 20΄) κοκκινίζει ή μετά (από 40΄) κοκκινοκαφετίζει στη βάση και το περίβλημα του ποδιού, μυρωδιά μελάνης ή φαινόλης, ελλειπτικά, αβγόμορφα ή μακρόστενα βασιδιοσπόρια ((4,5) 5-6 (6,5) x 3-3,5 (4,5) μm) και άφθονα χειλοκυστίδια ((11) 18-50 x (8) 12-34 μm), που σχηματίζουν αλυσίδες. RS-, ΚΟΗ+ (κιτρινίζει στο καπέλο). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)
Agaricus phaeolepidotus (F.H. Møller) F.H. Møller ΓΚ 7641

Το σπάνιο, τοξικό Agaricus phaeolepidotus (F.H. Møller) F.H. Møller (κατά FN = Agaricus meleagris With., κατά FN και G/A = Agaricus perdicinus Pilát) (FAN5/57, Ca88, G/Ag205, C5/1733, RM-LIII-1-69, RM-LIV-3-205, FN521, Ag3-126) καρποφορεί κοπαδιαστά, από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο, σε δάση πλατυφύλλων σε ασβεστώδη, αργιλώδη ή αμμώδη και συνήθως γυμνά εδάφη, συχνά σε αμμώδεις όχθες ποταμών -όχι σε ακτές- και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα με αρχικά ημισφαιρικό-τραπεζοειδές, αρκετά σαρκώδες καπέλο (5,5-8 (14) εκ. διάμ.) με πολυάριθμα μικρά, γκριζοκαφετιά ή φουντουκί-καφετιά λέπια στο λευκωπό υπόβαθρο, περίμετρο που δεν κιτρινίζει στο άγγιγμα, ελεύθερα, πυκνά, ρόδινα έως βαθύχρωμα καφετιά ελάσματα με ανοιχτόχρωμη, οδοντωτή ακμή, λευκό, λείο, μεταξένιο, ροπαλόμορφο ή βολβώδες (μερικές φορές με χειλοφόρα βάση) πόδι (4,5-13 x 1,3-1,7 εκ.) που κιτρινίζει στο άγγιγμα και ιδιαίτερα στη βάση (έως 2,7 εκ.), λευκό, μεμβρανώδες, πολύ πλατύ, δαχτυλίδι που μερικές φορές κιτρινίζει, δίστρωμο, με ένα στρώμα λείο και ένα ανάγλυφο (που εκτείνεται στο κέντρο) με στρογγυλεμένες οδοντωτές ακτίνες και γκριζοκαφετιά λέπια, λευκή σάρκα που, αν κοπεί, κιτρινίζει ελαφρώς και μετά (από 20΄) κοκκινίζει ή μετά (από 40΄) κοκκινοκαφετίζει στη βάση και το περίβλημα του ποδιού, μυρωδιά μελάνης ή φαινόλης, ελλειπτικά, αβγόμορφα ή μακρόστενα βασιδιοσπόρια ((4,5) 5-6 (6,5) x 3-3,5 (4,5) μm) και άφθονα χειλοκυστίδια ((11) 18-50 x (8) 12-34 μm), που σχηματίζουν αλυσίδες. RS-, ΚΟΗ+ (κιτρινίζει στο καπέλο).

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου 2014