Amanita rubescens (Pers.)
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Amanita rubescens (Pers.)
Το κοινό, εδώδιμο αφού μαγειρευτεί επαρκώς Amanita rubescens (Pers.) (=Amanita rubescens var. alba Coker, Amanita rubescens var. alutacea Gillet, Amanita rubescens var. annulosulphurea Gillet, Amanita rubescens var. circinnata Pers., Amanita rubescens var. communis Alb. & Schwein., Amanita rubescens var. congolensis Beeli, Amanita rubescens var. elegantissima Naveau, Amanita rubescens var. genuina Gillet, Amanita rubescens var. incarnata Gillet, Amanita rubescens var. magnifica (Fr.) Rea, Amanita rubescens var. rubescens Pers., Amanita rubescens var. sulphureoannulata Gillet,Amanita rubescens var. verrucosa (Bull.) Gillet, Amanita rubescens var. virescens R. Heim, Amplariella rubescens (Pers.) E.-J. Gilbert, Amplariella rubescens f. annulorosea A.G.Parrot, Amplariella rubescens f. exannulata A.G. Parrot κ.ά.) (A/G136, ΒΚ4/157, C1/9, M1/7, JM1270, D478, Jo199, Co842, P17, G188, Bo296, Δ88, Π8, Mo228, Uz292, K5-15, manitari.gr, ως Amanita rubescens var. alba: manitari.gr και ως Amanita rubescens var. annulosulphurea: Α774, C4/1267, A/G136, P17, Κ5-15, Uz292, manitari.gr) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, μοναχικά ή συνήθως κατά ομάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα που ροδοκοκκινίζουν (στο καπέλο, τα ελάσματα, το πόδι και τη σάρκα στα πληγωμένα ή φαγωμένα από έντομα σημεία) με ποικιλόχρωμο, ωχρωπό, ωχροκιτρινωπό, ροδοκίτρινο, κιτρινοκοκκινωπό ή (πρώην Amanita rubescens var. alba) λευκό καπέλο (διάμ. 5-12 (15) εκ.) με γκριζωπές ή γκριζορόδινες νιφάδες, λευκωπό γραμμωτό γκριζορόδινο δαχτυλίδι, μερικές φορές (πρώην Amanita rubescens var. annulosulphurea) με κιτρινοθειαφένια περίμετρο, ανάγλυφη, βολβώδη -χωρίς θήκη- βάση και αβγόμορφα έως υποκυλινδρικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((7) 8-10 (11,5) x (4,7) 5,5-6,5 (8) μm). Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)
Amanita rubescens Pers.

Το κοινό, εδώδιμο, μόνο αφού μαγειρευτεί επαρκώς, Amanita rubescens Pers. (=Amanita rubescens var. alba Coker, rubescens var. annulosulphurea Gillet, Amanita rubescens var. sulphureoannulata Gillet,Amplariella rubescens f. annulorosea A.G.Parrot, κ.ά.) (A/G136, ΒΚ4/157, C1/9, M1/7, JM1270, D478, Jo199, Co842, P17, G188, Bo296, Δ88, Π8, Mo228, Uz292, K5-15, manitari.gr, ως Amanita rubescens var. alba: manitari.gr και ως Amanita rubescens var. annulosulphurea: Α774, C4/1267, A/G136, P17, Κ5-15, Uz292, manitari.gr) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο, μοναχικά ή συνήθως κατά ομάδες, σε δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων και παράγει μέτρια έως μεγάλα βασιδιώματα που ροδοκοκκινίζουν (στο καπέλο, τα ελάσματα, το πόδι και τη σάρκα στα πληγωμένα ή φαγωμένα από έντομα σημεία) με ποικιλόχρωμο, ωχρωπό, ωχροκιτρινωπό, ροδοκίτρινο, κιτρινοκοκκινωπό ή (πρώην Amanita rubescens var. alba) λευκό καπέλο (διάμ. 5-12 (15) εκ.) με γκριζωπές ή γκριζορόδινες νιφάδες, λευκωπό γραμμωτό γκριζορόδινο δαχτυλίδι, μερικές φορές (πρώην Amanita rubescens var. annulosulphurea) με κιτρινοθειαφένια περίμετρο, ανάγλυφη, βολβώδη -χωρίς θήκη- βάση και αβγόμορφα έως υποκυλινδρικά, λεία, υαλώδη βασιδιοσπόρια ((7) 8-10 (11,5) x (4,7) 5,5-6,5 (8) μm).Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)

Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Κυριακή, 5 Ιουλίου 2015