Phlebiopsis gigantea (Fr.) Jülich
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Phlebiopsis gigantea (Fr.) Jülich
Το ασυνήθιστο Phlebiopsis gigantea (Fr.) Jülich (ΒΚ2/165, BG548, manitari.gr, Burdsall 1985, Eriksson, Hjortstam, Ryvarden 1981) καρποφορεί από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο, στρωματοειδώς, σε νεκρό έμφλοιο ή άφλοιο ξύλο (πρέμνα, κορμούς) κωνοφόρων (μαυρόπευκου, δασικής πεύκης, χαλέπιου πεύκης, κουκουναριάς, ερυθρελάτης, ελάτης, λάρικα, αρκεύθου κ.ά.) και σπανίως πλατυφύλλων και παράγει παχιά (-0,5 χιλ), μεμβρανώδη βασιδιώματα, με λείο ή φυματώδες, ελαφρώς βελούδινο (με μεγεθυντικό φακό), λευκογκριζωπό έως κρεμ-ωχρωπό, κηρώδες και σχεδόν υαλώδες (φρέσκο) ή ραγαδιασμένο με ανασηκωμένη περίμετρο (ξερό) υμένιο, ασαφή, ινώδη περίμετρο, λεία, υαλώδη, μη αμυλώδη, λεπτότοιχα, στενά ελλειπτικά βασιδιοσπόρια ((4,5) 5-7 (8) x (2,5) 3-3,5 μm, Κ (7715): 5,8-8,1 x 2,7-3,5 µm), 4-σπορα βασίδια (25-33 x 4-6 μm), λείες, άκρικες διαφραγματικές υφές (x 2-5 (6) μm) και παχύτοιχα, κωνικά, σουβλερά, προεξέχοντα (30-50 μm) από το υμένιο, λαμπροκυστίδια (50-80 (100) x 10-15 (20) μm) με άφθονο κρυσταλλικό υλικό στην κορυφή. Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Corticiaceae - Δερματοειδή και Ζελατινώδη (αδημοσίευτο αρχείο)


Phlebiopsis gigantea (Fr.) Jülich ΓΚ 7715
Το ασυνήθιστο Phlebiopsis gigantea (Fr.) Jülich (ΒΚ2/165, BG548, manitari.gr, Burdsall 1985, Eriksson, Hjortstam, Ryvarden 1981) καρποφορεί από τον Ιούνιο έως τον Δεκέμβριο, στρωματοειδώς, σε νεκρό έμφλοιο ή άφλοιο ξύλο (πρέμνα, κορμούς) κωνοφόρων (μαυρόπευκου, δασικής πεύκης, χαλέπιου πεύκης, κουκουναριάς, ερυθρελάτης, ελάτης, λάρικα, αρκεύθου κ.ά.) και σπανίως πλατυφύλλων και παράγει παχιά (-0,5 χιλ), μεμβρανώδη βασιδιώματα, με λείο ή φυματώδες, ελαφρώς βελούδινο (με μεγεθυντικό φακό), λευκογκριζωπό έως κρεμ-ωχρωπό, κηρώδες και σχεδόν υαλώδες (φρέσκο) ή ραγαδιασμένο με ανασηκωμένη περίμετρο (ξερό) υμένιο, ασαφή, ινώδη περίμετρο, λεία, υαλώδη, μη αμυλώδη, λεπτότοιχα, στενά ελλειπτικά βασιδιοσπόρια ((4,5) 5-7 (8) x (2,5) 3-3,5 μm, Κ (7715): 5,8-8,1 x 2,7-3,5 µm), 4-σπορα βασίδια (25-33 x 4-6 μm), λείες, άκρικες διαφραγματικές υφές (x 2-5 (6) μm) και παχύτοιχα, κωνικά, σουβλερά, προεξέχοντα (30-50 μm) από το υμένιο, λαμπροκυστίδια (50-80 (100) x 10-15 (20) μm) με άφθονο κρυσταλλικό υλικό στην κορυφή.Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Corticiaceae - Δερματοειδή και Ζελατινώδη (αδημοσίευτο αρχείο)
Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Σάββατο, 11 Απριλίου 2015