Hypholoma fasciculare (Huds.) P. Kumm.
Ευρετήριο / Βασιδιομύκητες

Hypholoma fasciculare (Huds.) P. Kumm.
Το κοινό, τοξικό Hypholoma fasciculare (Huds.) P. Kumm. (=Hypholoma elaeodes (Fr.) Gillet,
Hypholoma megapotamicum (Speg.) Sacc., Hypholoma subviride (Berk. & M.A. Curtis) Dennis, Hypholoma sulphureum G.M. Taylor & P.K. Buchanan κ.ά.) (BK4/411, C1/50, JM1255, D606 & 607, Jο254, Cο1288, P159, G243, Bο252, Mο294, Κ5-114, Z253, manitari.gr και ως Hypholoma fasciculare var. pusillum: Cο1288) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο (Δεκέμβριο), κατά θυσάνους από συμφυή καρποσώματα, σε δάση πλατυφύλλων ή κωνοφόρων, σε πρέμνα, κλώνους ή ρίζες και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με αρχικά κωνικό ή κυρτό, κυρτό ή σχεδόν επίπεδο αργότερα, συχνά με αμβλύ ύβο, λείο, θαμπό, κιτρινοθειαφένιο ή κιτρινοπρασινωπό στην περιφέρεια, ωχροκίτρινο πορτοκαλοκίτρινο ή πορτοκαλοκαφετί στο κέντρο καπέλο (διάμ. 2-6 εκ. ή (πρώην Hypholoma fasciculare var. pusillum) έως 1 εκ.), οξύληκτη, κροσσωτή περίμετρο με κιτρινωπά, ινώδη-μεμβρανώδη υπολείμματα του πέπλου σε νεαρή ηλικία, κιτρινοθειαφένια σάρκα, με οσμή μανιταριού και πικρή, στυφή γεύση μετά από αρκετό μάσημα, αρχικά κιτρινοθειαφένια, πρασινωπά ή θαμπά γκριζοπράσινα αργότερα, πλατιά, πυκνά ελάσματα (50-55) που ακουμπούν στο πόδι με δοντάκι, κυλινδρικό ή μερικές φορές κυρτό, κιτρινοθειαφένιο με πρασινωπές ανταύγειες πόδι (4-10 x 0,3-0,8 εκ.), με κιτρινοθειαφένια ζώνη δαχτυλιδιού στο ανώτερο τμήμα, ελλειπτικά, λεία, παχύτοιχα, βασιδιοσπόρια (5,8-7,5 x 3,5-4,5 μm, Κ9004: 6-7,3 x 3,55-4,5 μm) με βλαστητικό πόρο, αμβλέα λαγηνόμορφα χειλοκυστιδια (20-38 x 6-9 μm) και λαγηνόμορφα (χρυσο)πλευροκυστίδια (28-45 x 7-11 μm, Κ9004: 26,5-40 x 8,1-10 μm) με μικρή αμβλεία προέκταση στην κορυφή.
Πηγή: Γιώργου Κωνσταντινίδη: Agaricales – Αγαρικοειδή (αδημοσίευτο αρχείο)

Hyphοlοma fasciculare (Huds.) P. Kumm.
Το κοινό, τοξικό Hyphοlοma fasciculare (Huds.) P. Kumm. (BK4/411, C1/50, JM1255, D606 & 607, Jο254, Cο1288, P159, G243, Bο252, Mο294, Κ5-114, Z253, manitari.gr) καρποφορεί από τον Μάιο έως τον Νοέμβριο (Δεκέμβριο), κατά θυσάνους από συμφυή καρποσώματα, σε δάση πλατυφύλλων ή κωνοφόρων, σε πρέμνα, κλώνους ή ρίζες και παράγει μικρά έως μέτρια βασιδιώματα με αρχικά κωνικό ή κυρτό, κυρτό ή σχεδόν επίπεδο αργότερα, συχνά με αμβλύ ύβο, λείο, θαμπό, κιτρινοθειαφένιο ή κιτρινοπρασινωπό στην περιφέρεια, ωχροκίτρινο πορτοκαλοκίτρινο ή πορτοκαλοκαφετί στο κέντρο καπέλο (διάμ. 2-6 εκ.), οξύληκτη, κροσσωτή περίμετρο με κιτρινωπά, ινώδη-μεμβρανώδη υπολείμματα του πέπλου σε νεαρή ηλικία, κιτρινοθειαφένια σάρκα, με οσμή μανιταριού και πικρή, στυφή γεύση μετά από αρκετό μάσημα, αρχικά κιτρινοθειαφένια, πρασινωπά ή θαμπά γκριζοπράσινα αργότερα, πλατιά, πυκνά ελάσματα (50-55) που ακουμπούν στο πόδι με δοντάκι, κυλινδρικό ή μερικές φορές κυρτό, κιτρινοθειαφένιο με πρασινωπές ανταύγειες πόδι (4-10 x 0,3-0,8 εκ.), με κιτρινοθειαφένια ζώνη δαχτυλιδιού στο ανώτερο τμήμα και ελλειπτικά, λεία, παχύτοιχα, βασιδιοσπόρια (6-7,5 x 3,5-4,3 μm) με βλαστητικό πόρο.
Δημοσιεύτηκε από Μανιταρόφιλοι Ελλάδας στις Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 2014